Ο Douglas Robertson αποκαθηλώνει στη βρετανική Ιndependent την αγία, πλέον, Μητέρα Τερέζα.
Σε άρθρο με τίτλο «Η Μητέρα Τερέζα δεν ήταν αγία, αλλά ένας έξυπνος άνθρωπος που ήξερε πώς να δημιουργήσει ένα εμπορικό σήμα (brand)», ο Douglas Robertson
εξηγεί ευθύς εξαρχής ότι...
«δεν σκοπεύω να σας ενημερώσω για την αλήθεια γύρω από αυτή τη μυστηριώδη αγία, για την οποία ο Christopher Hitchens είχε γράψει ότι 'είναι βαπτισμένη στο ψέμα'».
Μετά από μία σύντομη αναφορά στα δύο επιβεβαιωμένα θαύματα που οδήγησαν στην αγιοποίηση της, ο Robertson αναρωτιέται γιατί «το συγκεκριμένο αυτό άτομο απολαμβάνει τόσης μεταθανάτιας προβολής;
Είναι απλό - η Μητέρα Τερέζα ήταν μια σελέμπριτι με ένα πολύ καλά μπράντ. Εάν ρωτήσετε τι πιστεύουν για την Μητέρα Τερέζα, οι περισσότεροι θα πουν κάτι γενικόλογο, για το πόσο ‘καλός άνθρωπος’ ήταν, πόσο γενναιόδωρη, με αυτοθυσία και εν γένει αξιαγάπητη. Πρόκειται για μία στάση την οποία κατανοώ απολύτως. Άλλωστε, αυτό ήταν το σύνηθες στην κάλυψη των ειδήσεων που την αφορούσαν, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον».
Παρότι, όπως σημειώνει «σκοπός μου δεν είναι να γίνω δικηγόρος του διαβόλου με αφορμή τη συζήτηση για την αγιοποίηση της -αυτό έχει ήδη γίνει και από ανθρώπους πολύ περισσότερο προικισμένους στον λόγο από εμένα-» ο Douglas Robertson σημειώνει τον τρόπο με τον οποίον η Μητέρα Τερέζα προμοτάριζε τις θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας, όπως στην περίπτωση της αντισύλληψης. «Με το να καταστρέφει κανείς την δύναμη να δίνει ζωή, μέσω της αντισύλληψης, ένας σύζυγος ή μια νύφη κάνει κάτι στον εαυτό του.
Αυτό τραβά την προσοχή στο εγώ και έτσι καταστρέφει το δώρο της αγάπης σε αυτόν ή αυτή», έλεγε.
«Έκτρωση; Ούτε σε αυτό το θέμα έκανε πίσω» υπενθυμίζει ο Robertson και συνεχίζει ότι «δεν πρόκειται για τις πιο πεφωτισμένες απόψεις, για να το θέσουμε ελαφρώς (και κάπως ειρωνικά)», ωστόσο σημειώνει πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είχε πρόβλημα (σ.σ. με τις απόψεις της), συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εργαζόταν υπέρ της.
Όπως γράφει, η Μητέρα Τερέζα αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη στον τομέα των δημοσίων σχέσεων της Εκκλησίας τα τελευταία εκατό χρόνια, σημειώνοντας ότι, οι ιεραπόστολοι της Μητέρας Τερέζας έχουν αυξήσει και επεκτείνει σε όλο τον κόσμο το brand της «Mother Teresa’s Missionaries of Charity», το οποίο αξίζει δισεκατομμύρια δολάρια.
Και συνεχίζει: «Είμαι αρκετά βέβαιος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν πολύ πιο εύκολα μια δική της εικόνα από οποιονδήποτε από τους τελευταίους προκαθήμενους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Κλείνοντας, το άρθρο ο Douglas Robertson τονίζει ότι με την αγιοποίηση της Μητέρας Τερέζα, «η Εκκλησία διασφαλίζει τη μακροζωία του brand, το οποίο συνεχίζει όχι μόνο να προσθέτει πόντους στο προφίλ της αποστολής και των μηνυμάτων της, αλλά σίγουρα αυξάνει και το κεφάλαιο που είναι διαθέσιμο για παζάρεμα.
Η ερώτηση είναι: Ηταν μια γυναίκα που κήρυττε την αρετή έναντι της ταλαιπωρίας αντί να την ανακουφίζει και πήρε χρήματα από δικτάτορες, αγία εν τέλει;».
Ποιά ήταν (κατά τας γραφάς)
Η Agnesë Gonxhe Bojaxhiu, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 87 ετών.
Η αλβανικής καταγωγής Μητέρα Τερέζα είχε κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης το 1979 «σε αναγνώριση της βοήθειας που προσέφερε στους δυστυχισμένους ανθρώπους, στα παιδιά και στους πρόσφυγες, για τους οποίους εργάστηκε ανιδιοτελώς τόσο πολλά χρόνια», όπως ανέφερε τότε η επιτροπή.
Η αγιοποίηση της ξεκίνησε αμέσως μετά τον θάνατο της. Στις 19 Οκτωβρίου του 2003 είχε οσιοποιηθεί, στο τρίτο από τα τέσσερα στάδια της διαδικασίας αγιοποίησης. Υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να περάσουν 5 χρόνια από τον θάνατο κάποιας προσωπικότητας πριν αρχίσει το πρώτο στάδιο της διαδικασίας οσιοποίησης.
Όμως ο Πάπας Ιωάννης Παύλος θαύμαζε τόσο πολύ τη Μητέρα Τερέζα που δεν τήρησε τελικά τον κανόνα, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2016 ολοκληρώθηκε η διαδικασία από τον Πάπα Φραγκίσκο.
Στα 28 της έγινε μοναχή και το 1946 δέχθηκε «ένα κάλεσμα» που την προέτρεπε να εργαστεί και να ζήσει ανάμεσα στους φτωχούς -και το έκανε. Ίδρυσε το τάγμα «Ιεραπόστολοι της φιλανθρωπίας» -το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα με 5.600 μέλη και εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές σε 139 χώρες- για να ενισχύσει το έργο της.
Το 1937 δούλεψε ως δασκάλα στην Καλκούτα.
Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο.
Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν.
Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα.
Στη συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία (για τα οποία ερευνητές έχουν γράψει ότι, ήταν λίγο καλύτερα από βόθρο), αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.
Η σφοδρή κριτική του Κρίστοφερ Χίτσενς
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς την είχε κατηγορήσει για θρησκευτικό φανατισμό.
Όπως ανέφερε στις έρευνες του, «ενδιαφερόταν λιγότερο να βοηθήσει τους φτωχούς και περισσότερο να τους χρησιμοποιήσει σαν μία αστείρευτη πηγή εξαθλίωσης με την οποία τροφοδοτούσε την διάδοση των φονταμενταλιστικών ρωμαιοκαθολικών πιστεύω της».
Η σφοδρή κριτική του έγινε μέσα από σειρά άρθρων, ντοκιμαντέρ, αλλά και το βιβλίο του, «The Missionary Position: Mother Teresa in Theory and Practice».
Στο βιβλίο του ο Χίτσενς αναφέρει πως η Μητέρα Τερέζα ενστερνιζόταν την άποψη ότι ο ανθρώπινος πόνος είναι δώρο Θεού και ότι ενώ διακήρυττε ότι κρατούσε απολιτική στάση, συναναστρέφονταν στυγνούς δικτάτορες (Φρανσουά Ντιβαλιέ, Εμβέρ Χότζα) και απατεώνες (Τσαρλς Κίτινγκ) και κέρδιζε εκατομμύρια αφορολόγητα δολάρια, ενώ οι τρόφιμοι κλινικής της Καλκούτα εξακολουθούσαν να δέχονται ανεπαρκή ιατρική φροντίδα.
Παραβλέποντας τις ακραίες απόψεις της πως «η άμβλωση είναι καταστροφική για την ειρήνη» ή πως «το AIDS είναι μια δίκαιη τιμωρία για την ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά», ο Χίτσενς την κατέκρινε με σφοδρότητα για την προσπάθεια της να αθωώσει τον απατεώνα τραπεζίτη Τσαρλς Κίτινγκ.
Αμέσως μετά την σύλληψη του Κίτινγκ, η Μητέρα Τερέζα έγραψε μια επιστολή στον δικαστή Λανς Ιτο, ζητώντας επιείκεια για τον συλληφθέντα, γιατί «υπήρξε πάντοτε ευγενικός και γενναιόδωρος με τους φτωχούς του Θεού».
Στην μοναχή απάντησε ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας του Λος Άντζελες, Πολ Τάρλεϊ, λέγοντας της πως «ο Κίτινγκ έκλεψε 252.000.000 δολάρια, τα οποία πρέπει να επιστραφούν στους νόμιμους κατόχους τους».
Η Μητέρα Τερέζα απλά, σιώπησε.
tvxs
«δεν σκοπεύω να σας ενημερώσω για την αλήθεια γύρω από αυτή τη μυστηριώδη αγία, για την οποία ο Christopher Hitchens είχε γράψει ότι 'είναι βαπτισμένη στο ψέμα'».
Μετά από μία σύντομη αναφορά στα δύο επιβεβαιωμένα θαύματα που οδήγησαν στην αγιοποίηση της, ο Robertson αναρωτιέται γιατί «το συγκεκριμένο αυτό άτομο απολαμβάνει τόσης μεταθανάτιας προβολής;
Είναι απλό - η Μητέρα Τερέζα ήταν μια σελέμπριτι με ένα πολύ καλά μπράντ. Εάν ρωτήσετε τι πιστεύουν για την Μητέρα Τερέζα, οι περισσότεροι θα πουν κάτι γενικόλογο, για το πόσο ‘καλός άνθρωπος’ ήταν, πόσο γενναιόδωρη, με αυτοθυσία και εν γένει αξιαγάπητη. Πρόκειται για μία στάση την οποία κατανοώ απολύτως. Άλλωστε, αυτό ήταν το σύνηθες στην κάλυψη των ειδήσεων που την αφορούσαν, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον».
Παρότι, όπως σημειώνει «σκοπός μου δεν είναι να γίνω δικηγόρος του διαβόλου με αφορμή τη συζήτηση για την αγιοποίηση της -αυτό έχει ήδη γίνει και από ανθρώπους πολύ περισσότερο προικισμένους στον λόγο από εμένα-» ο Douglas Robertson σημειώνει τον τρόπο με τον οποίον η Μητέρα Τερέζα προμοτάριζε τις θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας, όπως στην περίπτωση της αντισύλληψης. «Με το να καταστρέφει κανείς την δύναμη να δίνει ζωή, μέσω της αντισύλληψης, ένας σύζυγος ή μια νύφη κάνει κάτι στον εαυτό του.
Αυτό τραβά την προσοχή στο εγώ και έτσι καταστρέφει το δώρο της αγάπης σε αυτόν ή αυτή», έλεγε.
«Έκτρωση; Ούτε σε αυτό το θέμα έκανε πίσω» υπενθυμίζει ο Robertson και συνεχίζει ότι «δεν πρόκειται για τις πιο πεφωτισμένες απόψεις, για να το θέσουμε ελαφρώς (και κάπως ειρωνικά)», ωστόσο σημειώνει πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είχε πρόβλημα (σ.σ. με τις απόψεις της), συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εργαζόταν υπέρ της.
Όπως γράφει, η Μητέρα Τερέζα αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη στον τομέα των δημοσίων σχέσεων της Εκκλησίας τα τελευταία εκατό χρόνια, σημειώνοντας ότι, οι ιεραπόστολοι της Μητέρας Τερέζας έχουν αυξήσει και επεκτείνει σε όλο τον κόσμο το brand της «Mother Teresa’s Missionaries of Charity», το οποίο αξίζει δισεκατομμύρια δολάρια.
Και συνεχίζει: «Είμαι αρκετά βέβαιος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν πολύ πιο εύκολα μια δική της εικόνα από οποιονδήποτε από τους τελευταίους προκαθήμενους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Κλείνοντας, το άρθρο ο Douglas Robertson τονίζει ότι με την αγιοποίηση της Μητέρας Τερέζα, «η Εκκλησία διασφαλίζει τη μακροζωία του brand, το οποίο συνεχίζει όχι μόνο να προσθέτει πόντους στο προφίλ της αποστολής και των μηνυμάτων της, αλλά σίγουρα αυξάνει και το κεφάλαιο που είναι διαθέσιμο για παζάρεμα.
Η ερώτηση είναι: Ηταν μια γυναίκα που κήρυττε την αρετή έναντι της ταλαιπωρίας αντί να την ανακουφίζει και πήρε χρήματα από δικτάτορες, αγία εν τέλει;».
Ποιά ήταν (κατά τας γραφάς)
Η Agnesë Gonxhe Bojaxhiu, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 87 ετών.
Η αλβανικής καταγωγής Μητέρα Τερέζα είχε κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης το 1979 «σε αναγνώριση της βοήθειας που προσέφερε στους δυστυχισμένους ανθρώπους, στα παιδιά και στους πρόσφυγες, για τους οποίους εργάστηκε ανιδιοτελώς τόσο πολλά χρόνια», όπως ανέφερε τότε η επιτροπή.
Η αγιοποίηση της ξεκίνησε αμέσως μετά τον θάνατο της. Στις 19 Οκτωβρίου του 2003 είχε οσιοποιηθεί, στο τρίτο από τα τέσσερα στάδια της διαδικασίας αγιοποίησης. Υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να περάσουν 5 χρόνια από τον θάνατο κάποιας προσωπικότητας πριν αρχίσει το πρώτο στάδιο της διαδικασίας οσιοποίησης.
Όμως ο Πάπας Ιωάννης Παύλος θαύμαζε τόσο πολύ τη Μητέρα Τερέζα που δεν τήρησε τελικά τον κανόνα, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2016 ολοκληρώθηκε η διαδικασία από τον Πάπα Φραγκίσκο.
Στα 28 της έγινε μοναχή και το 1946 δέχθηκε «ένα κάλεσμα» που την προέτρεπε να εργαστεί και να ζήσει ανάμεσα στους φτωχούς -και το έκανε. Ίδρυσε το τάγμα «Ιεραπόστολοι της φιλανθρωπίας» -το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα με 5.600 μέλη και εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές σε 139 χώρες- για να ενισχύσει το έργο της.
Το 1937 δούλεψε ως δασκάλα στην Καλκούτα.
Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο.
Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν.
Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα.
Στη συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία (για τα οποία ερευνητές έχουν γράψει ότι, ήταν λίγο καλύτερα από βόθρο), αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.
Η σφοδρή κριτική του Κρίστοφερ Χίτσενς
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς την είχε κατηγορήσει για θρησκευτικό φανατισμό.
Όπως ανέφερε στις έρευνες του, «ενδιαφερόταν λιγότερο να βοηθήσει τους φτωχούς και περισσότερο να τους χρησιμοποιήσει σαν μία αστείρευτη πηγή εξαθλίωσης με την οποία τροφοδοτούσε την διάδοση των φονταμενταλιστικών ρωμαιοκαθολικών πιστεύω της».
Η σφοδρή κριτική του έγινε μέσα από σειρά άρθρων, ντοκιμαντέρ, αλλά και το βιβλίο του, «The Missionary Position: Mother Teresa in Theory and Practice».
Στο βιβλίο του ο Χίτσενς αναφέρει πως η Μητέρα Τερέζα ενστερνιζόταν την άποψη ότι ο ανθρώπινος πόνος είναι δώρο Θεού και ότι ενώ διακήρυττε ότι κρατούσε απολιτική στάση, συναναστρέφονταν στυγνούς δικτάτορες (Φρανσουά Ντιβαλιέ, Εμβέρ Χότζα) και απατεώνες (Τσαρλς Κίτινγκ) και κέρδιζε εκατομμύρια αφορολόγητα δολάρια, ενώ οι τρόφιμοι κλινικής της Καλκούτα εξακολουθούσαν να δέχονται ανεπαρκή ιατρική φροντίδα.
Παραβλέποντας τις ακραίες απόψεις της πως «η άμβλωση είναι καταστροφική για την ειρήνη» ή πως «το AIDS είναι μια δίκαιη τιμωρία για την ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά», ο Χίτσενς την κατέκρινε με σφοδρότητα για την προσπάθεια της να αθωώσει τον απατεώνα τραπεζίτη Τσαρλς Κίτινγκ.
Αμέσως μετά την σύλληψη του Κίτινγκ, η Μητέρα Τερέζα έγραψε μια επιστολή στον δικαστή Λανς Ιτο, ζητώντας επιείκεια για τον συλληφθέντα, γιατί «υπήρξε πάντοτε ευγενικός και γενναιόδωρος με τους φτωχούς του Θεού».
Στην μοναχή απάντησε ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας του Λος Άντζελες, Πολ Τάρλεϊ, λέγοντας της πως «ο Κίτινγκ έκλεψε 252.000.000 δολάρια, τα οποία πρέπει να επιστραφούν στους νόμιμους κατόχους τους».
Η Μητέρα Τερέζα απλά, σιώπησε.
tvxs