Το μυαλό επαναλαμβάνει μονότονα την
είδηση της δολοφονίας του Ιλίρ Καρέλι. Ναι, όπως ακριβώς το ακούσατε,
δολοφονίας! Διότι δεν συνιστά κάτι άλλο ο ανελέητος ξυλοδαρμός ενός
αόπλου κρατουμένου από ομάδα οπλισμένων δεσμοφυλάκων...
παρουσία και του
διευθυντού των φυλακών.
Δυστυχώς, η αποτρόπαια αυτή πράξη έχει,
πλέον, περάσει σε δεύτερη μοίρα. Δεν φταίει η υποχώρηση της φρίκης αυτής
της είδησης μπροστά στην καλπάζουσα επικαιρότητα ούτε η ρουτίνα του
σχηματισμού της δικογραφίας και της προσωρινής κρατήσεως έξι εκ των
κατηγορουμένων, δείγμα ότι κάτι κινείται στο χώρο της ελληνικής
δικαιοσύνης.
Ούτε φταίει η ανέχεια χιλιάδων συμπολιτών μας, που αφήνει να ξεθωριάσει σύντομα οποιοδήποτε γεγονός.
Πρώτο θέμα, πλέον, τείνει να γίνει η αποδοχή του γεγονότος του ξυλοδαρμού μέχρι θανάτου του Ιλίρ Καρέλι, από ομάδα δεσμοφυλάκων του, ως μιας νόμιμης και επιβεβλημένης ενέργειας, από σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Το Διαδίκτυο κατακλύστηκε από υβριστικά σχόλια για τον «κωλοαλβανό» και επαίνους για τους δεσμοφύλακες, που εκδικήθηκαν για το φίλο τους. Προβλήθηκαν οι εξ Αλβανίας προερχόμενοι ύμνοι για τον «ήρωα Καρέλι», ενώ αποσιωπήθηκε η προέλευσή τους από ακροδεξιές οργανώσεις της γείτονος χώρας, αναλόγων αντιλήψεων με τις ημεδαπές οργανώσεις που υμνούσαν την «ηρωική ΜΑΒΗ», προ 20ετίας.
Η αυτοδικία αναγορεύτηκε σε νόμιμο μέσο απονομής δικαιοσύνης και η οργανωμένη δικαιοσύνη έτυχε περιφρόνησης για μια, ακόμα, φορά. Επιστρατεύτηκαν ακόμα και επιχειρήματα, τύπου «να δούμε, τι θα λέγατε, αν ο νεκρός ήταν ο πατέρας σας ή ο αδελφός σας», για να ξεπεραστεί ο δυσάρεστος σκόπελος της απαράδεκτης για σύγχρονη κοινωνία αυτοδικίας. Και, βέβαια, επανήλθαν οι γνωστές απόψεις περί επαναφοράς της θανατικής ποινής.
Το επίμαχο περιστατικό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια συζήτηση γύρω από τις χρόνιες παθογένειες του σωφρονιστικού μας συστήματος και τις πιθανές λύσεις σε αυτά. Μετετράπη, όμως, σε μια οχλαγωγία γύρω από το δίκιο της οικογενείας του φονευθέντος δεσμοφύλακα και των συναδέλφων του, οι οποίοι απέδωσαν πραγματική δικαιοσύνη, και, το χειρότερο, σε μια, ακόμα, απαξίωση του κράτους και του θεσμού της οργανωμένης δικαιοσύνης, της μόνης που νομιμοποιείται σε ένα κράτος να επιβάλει ποινές. Τα φλέγοντα ζητήματα των ελληνικών φυλακών παραπέμφθηκαν προς συζήτηση στις καλένδες.
Αν κάτι πρέπει να μας απασχολήσει και στενοχωρήσει, αυτό δεν είναι μόνο η απροθυμία του κράτους να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα του σωφρονιστικού και εν γένει δικαιοδοτικού συστήματος της χώρας μας αλλά και η εμμονή ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας μας στη συντήρηση αυτού του προβληματικού συστήματος και στη δικαίωση όσων το συντηρούν καθώς και στην αξίωση για θέσπιση αυστηρότερων ποινών, σε βαθμό ώστε να γίνεται λόγος μέχρι και για επαναφορά της θανατικής ποινής για ορισμένες κατηγορίες προσώπων.
Κυρίως, όμως, προβληματισμό γεννά η συνολική απαξίωση της δικαιοσύνης και η νομιμοποίηση της αυτοδικίας ως μέσου αποκατάστασης μιας αδικίας από το ίδιο παραπάνω κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας καθώς και η εδραιωμένη σε αυτό πεποίθηση, ότι άλλος τρόπος για την εξάλειψη των προβλημάτων της δικαιοσύνης από την υποκατάστασή της από πολίτες, που παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, δεν υπάρχει. Τα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης και η όχι πάντα αδικαιολόγητη δυσπιστία προς αυτή γίνονται αφορμή για την παράκαμψή της ως μέσου αποκατάστασης της αδικίας, που γεννάται από την τέλεση ενός εγκλήματος, και στον εγκωμιασμό των αυτοκλήτων τιμωρών. Κάπως έτσι, αγνοείται η αρχή, ότι μόνο η οργανωμένη κρατική δικαιοσύνη έχει την αρμοδιότητα της επιβολής των πάσης φύσεως ποινών ενάντια στους παραβάτες του νόμου, ως, επίσης, ότι ο καλύτερος τρόπος για τη βελτίωση της απονεμομένης δικαιοσύνης είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων της και όχι η υποκατάστασή της από θεσμούς, που θυμίζουν προνεοτερικότητα ου μην και εποχή του Σιδήρου.
Αλλά τί συζητάμε; Όταν βουλευτίνα κόμματος της αντιπολίτευσης με σημαντική προϊστορία ως δικαστικής λειτουργός – άρα κάθε άλλο παρά άσχετη με τα νομικά – αξίωνε, προ καιρού, την επαναφορά της θανατικής ποινής ή πιο πρόσφατα πολυπροβεβλημένος βουλευτής και πρώην υπουργός έκανε λόγο για δημοψήφισμα για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα, σε πείσμα όσων ορίζει το Σύνταγμά μας για το θεσμό του δημοψηφίσματος, πλην, όμως, ολόκληρη κυβέρνηση και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστικών λειτουργών δεν ξεσηκώθηκαν γι’ αυτές τις απαράδεκτες απόψεις, τί διαφορετικό θα περίμενε κανείς από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που αγνοεί το νόμο και θεωρεί, ότι η εγκληματικότητα μπορεί να λυθεί με περισσότερη βαρβαρότητα εκ μέρους των κρατικών οργάνων αλλά και με τη νομιμοποίηση της αυτοδικίας;
Ούτε φταίει η ανέχεια χιλιάδων συμπολιτών μας, που αφήνει να ξεθωριάσει σύντομα οποιοδήποτε γεγονός.
Πρώτο θέμα, πλέον, τείνει να γίνει η αποδοχή του γεγονότος του ξυλοδαρμού μέχρι θανάτου του Ιλίρ Καρέλι, από ομάδα δεσμοφυλάκων του, ως μιας νόμιμης και επιβεβλημένης ενέργειας, από σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Το Διαδίκτυο κατακλύστηκε από υβριστικά σχόλια για τον «κωλοαλβανό» και επαίνους για τους δεσμοφύλακες, που εκδικήθηκαν για το φίλο τους. Προβλήθηκαν οι εξ Αλβανίας προερχόμενοι ύμνοι για τον «ήρωα Καρέλι», ενώ αποσιωπήθηκε η προέλευσή τους από ακροδεξιές οργανώσεις της γείτονος χώρας, αναλόγων αντιλήψεων με τις ημεδαπές οργανώσεις που υμνούσαν την «ηρωική ΜΑΒΗ», προ 20ετίας.
Η αυτοδικία αναγορεύτηκε σε νόμιμο μέσο απονομής δικαιοσύνης και η οργανωμένη δικαιοσύνη έτυχε περιφρόνησης για μια, ακόμα, φορά. Επιστρατεύτηκαν ακόμα και επιχειρήματα, τύπου «να δούμε, τι θα λέγατε, αν ο νεκρός ήταν ο πατέρας σας ή ο αδελφός σας», για να ξεπεραστεί ο δυσάρεστος σκόπελος της απαράδεκτης για σύγχρονη κοινωνία αυτοδικίας. Και, βέβαια, επανήλθαν οι γνωστές απόψεις περί επαναφοράς της θανατικής ποινής.
Το επίμαχο περιστατικό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια συζήτηση γύρω από τις χρόνιες παθογένειες του σωφρονιστικού μας συστήματος και τις πιθανές λύσεις σε αυτά. Μετετράπη, όμως, σε μια οχλαγωγία γύρω από το δίκιο της οικογενείας του φονευθέντος δεσμοφύλακα και των συναδέλφων του, οι οποίοι απέδωσαν πραγματική δικαιοσύνη, και, το χειρότερο, σε μια, ακόμα, απαξίωση του κράτους και του θεσμού της οργανωμένης δικαιοσύνης, της μόνης που νομιμοποιείται σε ένα κράτος να επιβάλει ποινές. Τα φλέγοντα ζητήματα των ελληνικών φυλακών παραπέμφθηκαν προς συζήτηση στις καλένδες.
Αν κάτι πρέπει να μας απασχολήσει και στενοχωρήσει, αυτό δεν είναι μόνο η απροθυμία του κράτους να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα του σωφρονιστικού και εν γένει δικαιοδοτικού συστήματος της χώρας μας αλλά και η εμμονή ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας μας στη συντήρηση αυτού του προβληματικού συστήματος και στη δικαίωση όσων το συντηρούν καθώς και στην αξίωση για θέσπιση αυστηρότερων ποινών, σε βαθμό ώστε να γίνεται λόγος μέχρι και για επαναφορά της θανατικής ποινής για ορισμένες κατηγορίες προσώπων.
Κυρίως, όμως, προβληματισμό γεννά η συνολική απαξίωση της δικαιοσύνης και η νομιμοποίηση της αυτοδικίας ως μέσου αποκατάστασης μιας αδικίας από το ίδιο παραπάνω κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας καθώς και η εδραιωμένη σε αυτό πεποίθηση, ότι άλλος τρόπος για την εξάλειψη των προβλημάτων της δικαιοσύνης από την υποκατάστασή της από πολίτες, που παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, δεν υπάρχει. Τα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης και η όχι πάντα αδικαιολόγητη δυσπιστία προς αυτή γίνονται αφορμή για την παράκαμψή της ως μέσου αποκατάστασης της αδικίας, που γεννάται από την τέλεση ενός εγκλήματος, και στον εγκωμιασμό των αυτοκλήτων τιμωρών. Κάπως έτσι, αγνοείται η αρχή, ότι μόνο η οργανωμένη κρατική δικαιοσύνη έχει την αρμοδιότητα της επιβολής των πάσης φύσεως ποινών ενάντια στους παραβάτες του νόμου, ως, επίσης, ότι ο καλύτερος τρόπος για τη βελτίωση της απονεμομένης δικαιοσύνης είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων της και όχι η υποκατάστασή της από θεσμούς, που θυμίζουν προνεοτερικότητα ου μην και εποχή του Σιδήρου.
Αλλά τί συζητάμε; Όταν βουλευτίνα κόμματος της αντιπολίτευσης με σημαντική προϊστορία ως δικαστικής λειτουργός – άρα κάθε άλλο παρά άσχετη με τα νομικά – αξίωνε, προ καιρού, την επαναφορά της θανατικής ποινής ή πιο πρόσφατα πολυπροβεβλημένος βουλευτής και πρώην υπουργός έκανε λόγο για δημοψήφισμα για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα, σε πείσμα όσων ορίζει το Σύνταγμά μας για το θεσμό του δημοψηφίσματος, πλην, όμως, ολόκληρη κυβέρνηση και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστικών λειτουργών δεν ξεσηκώθηκαν γι’ αυτές τις απαράδεκτες απόψεις, τί διαφορετικό θα περίμενε κανείς από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που αγνοεί το νόμο και θεωρεί, ότι η εγκληματικότητα μπορεί να λυθεί με περισσότερη βαρβαρότητα εκ μέρους των κρατικών οργάνων αλλά και με τη νομιμοποίηση της αυτοδικίας;
Γράφει ο Παναγιώτης Περιβολάρης